Who’s afraid of the big bad wolf
- Μαίρη Κουνενάκη
- Nov 3, 2016
- 3 min read

Αμέριμνη τις προάλλες έψαχνα περί των αναλύσεων και της προέλευσης κλασσικών παραμυθιών κάπου στον απύθμενο διαδίκτυο –άκου εδώ τώρα- όταν έκπληκτη αντιμετώπισα τον χαρακτηρισμό ‘πόλη ηλιθίων’ να χρησιμοποιείται σε ένα φόρουμ όπου γίνονταν συζήτηση για τους ήρωες της κοκκινοσκουφίτσας. ‘Βλέπετε, παιδία, δεν είναι δύσκολο να γράψουμε ένα παραμύθι. Παίρνουμε δυο τρείς ηλίθιους στην τύχη και τους βάζουμε σε ένα κάστρο ή ένα δάσος’ λέω, παραθέτοντας κάποιο από τα σχόλια που έγινε εκεί και ορίζω τον εαυτό μου αυτομάτως ως το μεγαλύτερο nerd όλων των εποχών που νιώθει την ανάγκη να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
Τους αδερφούς Γκριμ δεν τους λες ακριβώς παραμυθάδες, ούτε τους έρχονταν συγγραφική έμπνευση μέσω του θείου πνεύματος και σκαρφίζονταν σκηνικά. Λόγιοι, λεξικογράφοι, φιλόλογοι και όλα σ’ ένα, νοικοκυρεμένα, άρχισαν μια εκτεταμένη έρευνα συγκέντρωσης φολκλόρ και λαϊκών μύθων. Κι ενώ ορισμένες ιστορίες προέρχονταν από τη παράδοση της (πρωτοεμφανιζόμενης τότε) μεσαίας και αριστοκρατικής τάξης, η πληθώρα κατάγονταν στους από στόμα σε στόμα θρύλους των αγράμματων (ως επί το πλείστον) λούμπεν αγροτών της φάσης και του προλεταριάτου γενικότερα.
Αν τώρα βάλει κανείς λίγο κάτω τα πράγματα κι αναλογιστεί τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μεγάλωναν και γαλουχούνταν τα παιδιά της τότε εποχής –και με το τότε αναφέρομαι στις αρχές του 19ου αιώνα ακα βιομηχανική επανάσταση, όπου οι Γκριμ ξεκίνησαν την έκδοση των πρώτων διασκευών τους- θα αντιληφθεί εύκολα τις διαφορές στην ανατροφή των σημερινών νεανίδων και νεανίσκων. Όταν ενήλικες κ ανήλικοι εργάζονταν και έμεναν στους ίδιους χώρους κι εργατικές εστίες χωρίς πολλά πολλά, λεφτά κι ανέσεις, το σεξ κι η βία κάθε άλλο παρά τους ξένιζαν. Η συνέχιση κι εξιστόρηση παραμυθιών πρώτο-ειπωμένων μερικά χρόνια πριν ακόμα κι από την εμφάνιση του Χριστού, με την αυθεντική μορφή τους, τη βίαιη υπόστασή τους και το κακό συνήθως τέλος, ήτο φυσιολογική.
Δεν βγάζει όμως κανένα νόημα κι ενδιαφέρον το προκειμένω παραμύθι λες αδαή φορουμοκατασκευαστή; Έρχομαι να σε διαψεύσω, γιατί τέτοια είμαι. Συγκεκριμένα σύμφωνα με τον ειδικό στα παραμύθια συνταξιούχο καθηγητή του Πανεπιστημίου της Μινεσότα Jack Zipes «Η Κοκκινοσκουφίτσα μιλάει για την παρενόχληση και το βιασμό και πιστεύω πως οι άνθρωποι ήταν το ίδιο βίαιοι το 600 π.Χ. με σήμερα, επομένως θα έχουν ανταλλάξει ιστορίες με όλα τα είδη των βίαιων πράξεων.»
Επηρεασμένοι από το λογοτεχνικό ύφος του ρομαντισμού που ξεπρόβαλε τότε παρέα και με τις πιο βολεμένες καθωσπρέπει κοινωνίες του μοντερνισμού – οι οποίες άρχισαν δειλά δειλά να φαντάζουν λίγο πολύ σαν τις δικές μας- μετέβαλαν και διασκεύασαν τα στόριζ σε πιο εύκολα κι ευχάριστα δημιουργήματα φερμένα στα χαρακτηριστικά της παιδικής αθωότητας όπως την γνωρίζουμε σήμερα.
Το κόκκινο χρώμα της κάπας της μικρής, υπαινίσσεται την έναρξη της έμμηνου ρήσης και η ανάγκη να πάει φαί στην γηραιά γιαγιά της, τις υποχρεώσεις που κάθε γυναίκα επωμίζεται με την ενηλικίωσή της σε κάθε πατριαρχική κοινωνία που σέβεται τον εαυτό της. Το άσπρο χιόνι που υπάρχει γύρω της -η αθωότητά της θα έλεγε κανείς- την κάνει να ξεχωρίζει ακόμα περισσότερο έτσι κοκκινοφορεμένη στα χρώματα που συμβολίζουν το πάθος τα έντονα συναισθήματα και την σεξουαλικότητα. Η πλεκτάνη του λύκου από την άλλη κάνει φανερή την ύπαρξη αντρών- δολοπλόκων έτοιμων να κατασπαράξουν την παρθενιά της νεαρής κορασίδας όπως κι υποθάλπεται μέσα από τα μηνύματα της ιστορίας πως συμβαίνει.
-Γιαγιά, γιατί τα δόντια σου είναι τόσο μεγάλα; *Φαλλικά σύμβολα παντού*
Δεν με πιστεύετε ακόμα; Στην Γαλλία του 17ου αιώνα η έκφραση elle avoit vu le loup (= έχει δει τον λύκο) χρησιμοποιούνταν ως αργκό για να εκφραστεί πως κάποια κοπέλα ‘έχασε την παρθενιά της’. Τέλος, ο Σαρλ Περρώ, Γάλλος λαογράφος και συγγραφέας που κατέγραψε την κοκκινοσκουφίτσα το 1697 (περίπου 200 χρόνια πριν την έκδοση των αδερφών Γκριμ) κλείνει τη νουβέλα του λέγοντας: ‘Από αυτή την ιστορία, κάποιος και ιδιαίτερα τα όμορφα νεαρά και μοσχαναθρεμμένα κορίτσια, πρέπει να μάθουν ότι κάνουν λάθος να ακούνε αγνώστους… Πάντα παραφυλάει ένας λύκος. Κι όταν λέω λύκος, μιλάω για διαφορετικού τύπου λύκους. Υπάρχουν κάποιοι λύκοι που δεν είναι άσχημοι και τρομακτικοί αλλά ήρεμοι και με καλούς τρόπους. Αυτοί παραφυλάνε τις δεσποινίδες στους δρόμους και τις ακολουθούν μέχρι τα σπίτια τους. Αλίμονο! Αυτοί οι ευγενικοί λύκοι είναι οι πιο επικίνδυνοι από όλους!’
Να τονιστεί εδώ πως στη δική του εκδοχή κάθε άλλο παρά καλό τέλος έχει η όλη υπόθεση. Ε πόσο πιο ξεκάθαρα να στο πει; Δεν σου άρεσε αυτό; Ρίξε μια ματιά στο ‘Η ματωμένη κάμαρα’ (if you know what she means) της Άντζελα Κάρτερ. Στη δική της φεμινιστική διασκευή των λαϊκών μύθων, η κοκκινοσκουφίτσα αρέσκεται στις δεξιότητες του αρρενωπού μας λύκου και ζουν μαζί μια ζωή έντονου πάθους, χωρίς κυνηγούς και γιαγιάδες και λοιπά.
Τα παραμύθια ήταν κι ίσως ακόμα είναι (παρά την κοινωνία της πληροφόρησης και των νέων τεχνολογιών που μας περιβάλλει) ο πιο εύκολος τρόπος να ετοιμάσεις τα παιδία for what is yet to come. Παραβολές τέτοιες έμμεσα κι άμεσα διδάσκουν τις επόμενες γενιές. Και όχι δεν τις σκέφτηκε κάποιος μια μέρα που απλά βαριόταν…
Sorry, not sorry.
Comments