Οι φίλοι μου με φωνάζουν Στρέλλα
- Μαίρη Κουνενάκη
- Nov 1, 2016
- 3 min read

Έπρεπε να περάσουν 7 χρόνια μετά την πρωταρχική προβολή μέχρι μια μέρα αυθόρμητα να αποφασίσω να δω την εν λόγω ταινίας και πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα… Τόσο η Μήνα Ορφανού, όσο κι ο Γιώργος Κοκιασμένος ενεπλάκησαν σε ένα ρομαντικό (;) δραμεντί που άγγιξε τα όρια της αρχαιοελληνικής τραγωδίας σε μια φυσικά μεταμοντέρνα, εναλλακτική και σίγουρα τολμηρή διασκευή.
Θα ήθελα την απαράμιλλη προσοχή όλων την ώρα που περιγράφω την πλοκή καθώς πολλοί θα μπερδευτούν, θα γυρίσουν να ξαναδιαβάσουν το χωρίο ή απλά θα κλείσουν το άρθρο εδώ και τώρα από έλλειψη αντοχής σε σκληροπυρηνικές υποθέσεις. Ο Γιώργος λοιπόν, αποφυλακίζεται μετά από 14 χρόνια ποινής και περνά το πρώτο του βράδυ σ ένα ξενοδοχείο. Εκεί θα γνωρίσει την 20 χρόνια νεότερη του Στρέλλα, μια πόρνη τραβεστί με την οποία εν τέλει θα ερωτευθεί. Το παρελθόν εντούτοις, θα συνεχίσει να τον κυνηγά. Αυτή τουλάχιστον είναι η περιγραφή του αγαπημένου μας Imbd όπου κι η ταινία έχει το δικό της page -αναμενόμενο αν αναλογιστούμε τις 11 υποψηφιότητες σε διεθνή βραβεία αλλά και την κατάκτηση τελικά των τεσσάρων απ’ αυτών. Στην πραγματικότητα η κατάσταση είναι ολίγον πιο περίπλοκη απ’ αυτό.
Κάπου έξω από τα Τρίκαλα ο μέθυσος πατέρας Γιώργος γυρνά μια μέρα για να βρει τον 9χρονο γιό του να πειραματίζεται με τον 17χρονο θείο του κάπου στο σαλόνι (πιο ακατάστατο σκηνικό, πεθαίνεις). Θολωμένος χτυπά μέχρι θανάτου τον θείο και παραδίνεται στην αστυνομία. Δεν αποκαλύπτει πουθενά την αιτία του θανάτου του μικρού με σκοπό να προστατέψει τον δικό του μικρό Λεωνίδα από την κατακραυγή του κόσμου. Η Στρέλλα τον προσεγγίζει όταν τον βρίσκει στο ίδιο ξενοδοχείο με εκείνη 14 χρόνια μετά κι ένας παράφορος έρωτας ξεκινά. Παραλείπω να αναφέρω πόσο ενδιαφέρον έχει η ανάλυση του τρόπου με τον οποίο εξασκούν τον ρόλο τους ως γυναίκες όλες οι τραβεστί και τρανσέξουαλ γυναίκες που εμφανίζονται (μαζί και με την θρυλική Μπέττυ Βακαλίδου). Ενώ ο Γιώργος παράλληλα ψάχνει να βρει τον γιόκα του, επισκέπτεται το χωριό για να πουλήσει το σπίτι στο οποίο ξεκίνησαν όλα και ν’ ακούσει παράλληλα και τις φήμες ότι ο Λεωνίδας εθεάθη στη Συγγρού να εργάζεται. Και πάει κ έρχεται η έρευνα ώσπου ανακαλύπτουμε αυτό που υποψιαστήκαμε από την πρώτη στιγμή που η Στρέλλα είπε χαρακτηριστικά του Γιώργου: ‘Μήπως έχεις μια φωτιά;’
Ναι φίλες και φίλοι, το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα πέρασε σε ένα νέο επίπεδο και δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι πόσα πράγματα θα είχε να πεί ο Φρόυντ για το δημιούργημα του Πάνου Κούτρα. Ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει τον εαυτό του γκέι ακτιβιστή και αριστερό καλλιτέχνη (βλ. Θέμα), όπου θα μπορούσε κανείς να τον καταλάβει μόνο αν μελετούσε πρώτα τα πονήματα των Προυστ, Ουάιλντ, Βισκόντι, Φασμπίντερ – όλοι τεράστια ονόματα, φιλόσοφοι βεληνεκούς μέσα από το πεδίο δραστηριότητάς τους και αντιμέτωποι με δυσκολίες αναγνώρισης της σεξουαλικής τους ταυτότητας και προσαρμογής στην κοινωνία.
«Ἔστιν οὖν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδὼν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν» Παρέθεσα ακόμα και Αριστοτέλη και το κείμενο δεν δύναται να γίνει βαρύτερο από όσο έγινε ως τώρα. Δεδομένου λοιπόν ότι η τραγωδία αναφέρεται στην θεατρική μεταφορά μιας ανθρώπινης πράξης, με αρχή μέση και τέλος, όπου ο θεατής να «καθαίρεται» από το άγχος και τις έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις που τον κατακλύζουν αφού ταυτίζεται με τους ήρωες της υπόθεσης, η Στρέλλα ανταποκρίνεται σε όλα και μάλιστα τέλεια. Το σχήμα στο οποίο δεν απαντά ωστόσο, είναι η ύβρίς, άτη , νέμεσις, τίσις. Η Στρέλλα διάπραξε ύβρη καθώς γνώριζε εξ αρχής την ταυτότητα του κυρίου πριν εμπλακεί ερωτικώς μαζί του, θόλωσε στην ταραχή των πράξεών της και συνέχισε (άτη), όμως δεν επήλθε ποτέ στη νέμεσις (οργή και εκδίκηση των θεών) και την τίσιν (τιμωρία). Ίσως μια δήλωση ότι δεν υπάρχουν θεοί και υπέρτατες δυνάμεις εκ του σκηνοθέτου, ίσως ωστόσο από την άλλη να είχαν κι οι δύο χαρακτήρες ήδη τιμωρηθεί προκαταβολικά στην ζωή τους για όσα επρόκειτο να γίνουν στη συνέχεια.
Πολύ αισιόδοξο το τέλος της ταινίας παρουσιάζει τους πρωταγωνιστές να έχουν λύσει τις διαφορές τους και να κάνουν Χριστούγεννα παρέα σαν μια χαρούμενη οικογένεια (ή κάτι τέτοιο). Η ειρωνεία του κειμένου με ξεπέρασε.
Εξεπλάγην πραγματικά με το πόσο μικρό μπάτζεντ χρειάζεται μια παραγωγή εν τέλει για να δώσει ένα αποτέλεσμα τόσο ‘δύσκολο’ και βαθύ για το κοινό της. Η αυθεντική ιδέα, οι έξυπνες ρεαλιστικές ερμηνείες και ένα σενάριο καλογραμμένο με ανατροπές και ένταση –κυρίως ως προς την εξερεύνηση και την ανάπτυξη των χαρακτήρων και των σχέσεων που αναπτύσσουν μεταξύ τους- είναι αρκετά. –Δείτε το.
댓글